ἐπίλογος — reasoning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίλογος — ο (AM ἐπίλογος) 1. το τελευταίο μέρος ρητορικού λόγου ή βιβλίου 2. συμπέρασμα νεοελλ. αποτέλεσμα πράξεων που προηγήθηκαν («επίλογος τής διαφωνίας ήταν ο φόνος») μσν. μαγική επωδή, ξόρκι αρχ. 1. το τέλος τού δράματος, έξοδος 2. επεξηγηματική… … Dictionary of Greek
ἐπιλόγοις — ἐπίλογος reasoning masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγου — ἐπίλογος reasoning masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγους — ἐπίλογος reasoning masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγων — ἐπίλογος reasoning masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλόγῳ — ἐπίλογος reasoning masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλογοι — ἐπίλογος reasoning masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλογον — ἐπίλογος reasoning masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… … Dictionary of Greek