επίλογος

επίλογος
ο
1. το τελευταίο μέρος λόγου ή βιβλίου, η κατακλείδα του λόγου.
2. το συμπέρασμα, το πόρισμα λόγου ή βιβλίου.
3. μτφ., το αποτέλεσμα προηγούμενων πράξεων ή γεγονότων, η συνέπεια, το επακόλουθο: Ο επίλογος του μεθυσιού ήταν ο εμετός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίλογος — reasoning masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίλογος — ο (AM ἐπίλογος) 1. το τελευταίο μέρος ρητορικού λόγου ή βιβλίου 2. συμπέρασμα νεοελλ. αποτέλεσμα πράξεων που προηγήθηκαν («επίλογος τής διαφωνίας ήταν ο φόνος») μσν. μαγική επωδή, ξόρκι αρχ. 1. το τέλος τού δράματος, έξοδος 2. επεξηγηματική… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιλόγοις — ἐπίλογος reasoning masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλόγου — ἐπίλογος reasoning masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλόγους — ἐπίλογος reasoning masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλόγων — ἐπίλογος reasoning masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλόγῳ — ἐπίλογος reasoning masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίλογοι — ἐπίλογος reasoning masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίλογον — ἐπίλογος reasoning masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”